χασισοποτείον
Смотреть что такое "χασισοποτείον" в других словарях:
χασισοποτείο — το, Ν τόπος όπου καπνίζουν χασίς, χασικλήδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χασισοπότης. Η λ., στον λόγιο τ. χασισοποτεῖον, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek